Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπερβολικά 2) (

См. также в других словарях:

  • ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικάς — ὑπερβολικά̱ς , ὑπερβολικός hyperbolical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …   Dictionary of Greek

  • παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»