-
1 перерасходовать
1. (расходовать больше, чем положено при норме) υπερκα-ταναλώνω, καταναλώνω υπερβολικά 2. эк. υπερβαίνω (π.χ το κόστος, τον προϋπολογισμό κ.λπ.)δαπανώ/ξοδεύω υπερβολικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасходовать
-
2 проспать
проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο* * *1) κοιμούμαιпроспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί
2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικάя проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο
-
3 сверх
сверх 1) (более чего-л.) πάνω από; \сверх плана πάνω από το πλάνο; \сверх программы εκτός προγράμματος; \сверх меры υπερβολικά 2) (кроме) εκτός, επιπλέον; \сверх того εκτός απ' αυτό* * *1) (более чего-л.) πάνω απόсверх пла́на — πάνω από το πλάνο
сверх програ́ммы — εκτός προγράμματος
сверх ме́ры — υπερβολικά
2) ( кроме) εκτός, επιπλέονсверх того́ — εκτός απ' αυτό
-
4 чересчур
-
5 разбухать
разбухатьнесов, разбухнуть сов1. πρήζομαι, ἐξογκώνομαι·2. черен. φουσκώνω (άμετ.), αὐξάνομαι ὑπερβολικά:книга разбу́хла τό βιβλίο φούσκωσε· штаты разбу́хли τό προσωπικό αὐξήθηκε ὑπερβολικά. -
6 чересчур
чересчурнарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:\чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια -
7 выплакать
-лачу, -лачешь, ρ.σ.μ.1. κλαίω, θρηνώ.2. προσκλαίω, παρακαλώ κλαίοντας, εκλιπαρώ.εκφρ.выплакать все глаза – παρακλαίω, κλαίω υπερβολικά.κλαίω υπερβολικά. -
8 перетренировать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тренировать)παραγυμνάζω, προπονώ υπερβολικά• βλάπτω.παραγυμνάζομαι, προπονούμαι, εξασκούμαι υπερβολικά βλάπτομαι. -
9 пропечь
ρ.σ.μ.1. καλοψήνω•пропечь хлеб καλοψήνω το ψωμί.
2. καίω υπερβολικά, ψήνω•пропечь спинку на солнце καίω τη ράχη στον ήλιο.
3. ψήνω (για ένα χρον. διάστημα).1. ψήνομαι καλά.2. καίγομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά, ψήνομαι•пропечь на солнце καίγομαι στον ήλιο.
-
10 страшно
1. επίρ. φοβερά, τρομερά, υπερβολικά• δεινώς•он страшно глуп αυτός είναι υπερβολικά κουτός.
2. ως κατηγ. είναι φοβερό•мне φοβούμαι.
-
11 передерживать
1. (держать слишком долго, дольше, чем нужно) κατακρατώ, παρακρατώκρατώ υπερβολικά πολύ χρόνο2. кфт. υπερεκθέτω (στο φως).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передерживать
-
12 пережигать
(портить чрезмерным нагреванием) κατακαίω, καίω υπερβολικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пережигать
-
13 перекипать
παραβράζω, βράζω υπερβολικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перекипать
-
14 перекручивать
1. (скручивать, спутывать) στρίβω 2. (скручивать что-л. с чём-л., переплетать) (περι)πλέκω, (συ)στρίβω, συ-στρέφω 3. (испортить слишком сильным закручиванием) στρίβω υπερβολικά, πα-ραστρίβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекручивать
-
15 перерасход
1. (чего-л. больше того, что положено по норме) η υπερκατανάλωση, η υπερβολική/αυξημένη κατανάλωση 2. эк. η υπέρβαση (π.χ. του κόστους, του προϋπολογισμού κ.λπ.)οι υπερβολικές δαπάνεςτα υπερβολικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасход
-
16 пересушивать
1. (высушивать ещё раз) ξαναξηραίνω 2. (высушивать больше, чем нужно) στεγνώνω υπερβολικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересушивать
-
17 радиочастоты
мн. οι ραδιοσυχνότητες (πλ.)очень высокие - (овч) (30-300МГц) (VHF) πολύ/λίαν υψηλές -очень низкие - (онч) (3-30кГц) (VLF) πολύ/λίαν χαμηλές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиочастоты
-
18 благоговеть
благогов||етьнесов (перед кем-л., чем-л.) σέβομαι ὑπερβολικά. -
19 выпирать
выпиратьнесов1. (выдавливать, выталкивать) разг σπρώχνω/ βγάζω σπρώχνοντας (дно, крышку и т. п.)·2. (выдаваться) προεξέχω·3. перен προεξέχω ὑπερβολικά, χτυπῶ στά μάτια. -
20 дифирамб
дифирамбм лит. ὁ διθύραμβος· ◊ петь кому́-л. \дифирамбы ψάλλω διθυράμβους, ἐγκωμιάζω ὑπερβολικά.
См. также в других словарях:
ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικάς — ὑπερβολικά̱ς , ὑπερβολικός hyperbolical fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… … Dictionary of Greek
παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek